- δρυφάκτων
- δρύφακτοςrailing: masc gen plδρυφακτόωfence: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic )δρυφακτόωfence: imperf ind act 1st sg (doric aeolic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
δρυφάκτων — δρύφακτος railing masc gen pl δρυφακτόω fence imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δρυφακτόω fence imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιγκλίδωμα — Περίφραγμα από μέταλλο, ξύλο ή μάρμαρο, το οποίο τοποθετείται σε ανοίγματα και εξώστες κτιρίων. Χρησιμοποιείται για τον περιορισμό ενός ή για τον διαχωρισμό δύο χώρων, επιτρέποντας την οπτική επικοινωνία. Δείγματα κ. από την κλασική αρχαιότητα… … Dictionary of Greek